αναχώνευση

αναχώνευση
η
λιώσιμο των μετάλλων, ανασύνθεση: Δεν είχε γίνει καλή αναχώνευση των υλικών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναχώνευση — η (Α ἀναχώνευσις) 1. η εκ νέου χώνευση, τήξη μετάλλου 2. μεταβολή που δίνει νέα μορφή σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἀναχωνεύσῃ — ἀναχωνεύσηι , ἀναχώνευσις melting down fem dat sg (epic) ἀναχωνεύω smelt over again aor subj mid 2nd sg ἀναχωνεύω smelt over again aor subj act 3rd sg ἀναχωνεύω smelt over again fut ind mid 2nd sg ἀ̱ναχωνεύσῃ , ἀναχωνεύω smelt over again futperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κώδικας — Χειρόγραφο βιβλίο το οποίο χρησιμοποιούσαν κυρίως πριν από την εφεύρεση της τυπογραφίας. Ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη caudex (αργότερα codex), που αρχικά σήμαινε κορμό δέντρου και γενικότερα ξύλο, και κατέληξε να δηλώνει κατά τη ρωμαϊκή …   Dictionary of Greek

  • ξαναχώνεμα — το [ξαναχωνεύω] η εκ νέου τήξη μετάλλου, αναχώνευση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”